- παραλογίζομαι
- ΝΑ, και παραλοΐζομαι και παραλογάω, Ν [παράλογος]νεοελλ.κάνω ή λέω κάτι ανόητο, κάτι που αντιβαίνει στη φρόνηση, στη λογική, χάνω το μέτρο τής λογικής, ανοηταίνωαρχ.1. υπολογίζω εσφαλμένα, λογαριάζω λαθεμένα2. κάνω απατηλούς, δόλιους υπολογισμούς («παρελογίσω τὸν μισθόν μου δέκα ἀμνάσιν», ΠΔ)3. (σε συζήτηση) χρησιμοποιώ παραλογισμούς, ψευδείς συλλογισμούς4. εξάγω εσφαλμένο συμπέρασμα5. εξαπατώ6. παραπλανώ κάποιον με ψευδή συμπεράσματα, με σοφίσματα7. αποκρύπτω («τῆς ἐσθῆτος ὄψις παραλογιζομένη τὴν ἐπιδημίαν ἡμῶν», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.